περιτονία

περιτονία
η, Ν [περίτονος]
πέταλο ινώδους συνδετικού ιστού, που περιβάλλει το σώμα κάτω από το δέρμα, μεμονωμένους μυς και ομάδες μυών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιτονίας — περιτονίᾱς , περιτονία fem acc pl περιτονίᾱς , περιτονία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτενιαίος — α, ο χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών τού ηβικού οστού και τού μηριαίου οστού που σχετίζονται με τον κτενίτη μυ καθώς και τής περιτονίας που τόν καλύπτει (α. «κτενιαία ακρολοφία» β. «κτενιαία γραμμή» γ. «κτενιαία περιτονία»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κωπήρειος — α, ο χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών, που οφείλεται στο όνομα τού Άγγλου ανατόμου τού 17ου και τών αρχών τού 18ου αιώνα Γουίλιαμ Κόουπερ (α. «κωπἡρειοι αδένες» β. «κωπήρεια περιτονία») …   Dictionary of Greek

  • μαστοπηξία — η ιατρ. στερέωση τού μαστού στη θωρακική περιτονία με χειρουργική επέμβαση …   Dictionary of Greek

  • περιοφθάλμιος — α, ο / περιοφθάλμιος, ον, ΝΜΑ [περιόφθαλμος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον οφθαλμό (α. «περιοφθάλμια χώρα» β. «χήμωσίς ἐστιν ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «περιοφθάλμια περιτονία» έλυτρο συνδετικού ιστού που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονόλυση — η, Ν ιατρ. η εγχειρητική αποκόλληση τού πνεύμονα από συμφύσεις με τον υπεζωκότα ή αποχωρισμός τού περιτόνου πετάλου του από την ενδοθωρακική περιτονία για εφαμογή πνευμοθώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonolysis (< πνεύμων, ονος …   Dictionary of Greek

  • στερνίτης — ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, ίτιδος, Α νεοελλ. 1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων τού χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων 2. φρ. α) «στερνίτης μυς» ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται …   Dictionary of Greek

  • υποδερμάτιος — α, ο, Ν [υπόδερμα, ατος] ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα (α. «υποδερμάτιο πέταλο» β. «υποδερμάτια περιτονία») …   Dictionary of Greek

  • βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”